- πίκραινα
- (picraena). Δέντρο με άνθη πρασινωπά κατά βότρεις. Ο καρπός είναι δρύπη. Το ξύλο του είναι πολύ μικρό. Η π. ευδοκιμεί στις Αντίλες και τη Γουιάνα.
* * *η, Νβοτ. δέντρο τών Αντιλών και τής Γουιάνας, με πολύ πικρό ξύλο.
Dictionary of Greek. 2013.